Καρσίν

Καρσίν
Κᾱρσίν , Κάρ
experimentum facere in corpore vili
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρσίν — κάρ neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίμικτος — ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, ον (Α) [επιμίγνυμι 1. ανακατωμένος 2. κοινός («τὰ χωρία ταῡτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.) 3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές 4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”